Πόση νοσταλγία χωράει στη ζωή ενός άντρα;

Το vintage έχει μπει παντού, το φοράμε, το πίνουμε, το καταναλώνουμε με κάθε πιθανό τρόπο.

Υπάρχει περίπτωση να περάσει από δίπλα σου ένα οποιοδήποτε καλοσυντηρημένο αυτοκίνητο 50ετίας και να μη γυρίσεις να το θαυμάσεις; Τι είναι αυτό που μας γοητεύει στη θέα ενός παλιού αντικειμένου; Σίγουρα υπάρχει συνειδητά ή υποσυνείδητα η σύνδεση με αγαπημένα πρόσωπα που δεν ζουν πια ή η ανάσυρση θετικών μνημών από παρελθόντα έτη. Υπάρχει και η ματεριαλιστική προσέγγιση, για τις αντίκες που αυξάνεται η αξία τους, όμως τίποτα από αυτά δεν εξηγεί την κατανάλωση σύγχρονων αγαθών τα οποία μόνο στην όψη μοιάζουν με παλαιότερα ή την υιοθέτηση συνηθειών που τις είχαμε ξεχάσει για δεκαετίες.

Μιλάμε προφανώς για τη μόδα του νεορετρό, η οποία ξεκίνησε με μαγιά μια χούφτα die hard οπαδών κάθε τι προερχόμενου από την παλιά σχολή και από εκεί που αντιμετωπίζονταν ως γραφικοί ή με συγκατάβαση στην καλύτερη περίπτωση εξελίχθηκαν στους opinion leaders της μεγαλύτερης καταναλωτικής στροφής των τελευταίων ετών. Μετακίνηση, ντύσιμο, κινηματογράφος, μουσική είναι μόνο μερικές από τις κατηγορίες που εμποτίστηκαν στη νοσταλγία

 

Αυτοκίνητο-Μοτοσικλέτα

 

Πριν από καμιά δεκαετία αν ήθελες μια καινούργια μοτοσικλέτα η οποία να μοιάζει με παλιά οι chopper/custom ήταν μονόδρομος με τη Harley να λαμβάνει τη μερίδα του λέοντος στην αγορά μαζί με τους Ιάπωνες που ναι μεν προσέφεραν μια φτηνότερη εναλλακτική αλλά το image και το κύρος σε αυτή την κατηγορία κληρονομείται από τα προηγούμενα μοντέλα και το marketing και δεν προκύπτει από τους σχεδιαστές και τους μηχανικούς. 

Στον χώρο του αυτοκινήτου τα πράγματα ήταν ακόμα πιο φτωχά και πάλι μόνο με την απέναντι όχθη του Ατλαντικού να μονοπωλεί το όποιο ενδιαφέρον. Αν εξαιρέσουμε το πετυχημένο παράδειγμα του Jeep Wrangler κεφαλαιοποιώντας για δεκαετίες την στρατιωτική προϋπηρεσία της μάρκας, τα υπόλοιπα παραδείγματα που είχαμε μάλλον θέλουν να τα ξεχάσουν ακόμα και αυτοί που τα σχεδίασαν ή τα αγόρασαν. Το PT Cruiser της Chrysler ήταν ένα από αυτά, το θυμάστε; Από τότε κίνησε πολύ νερό στο αυλάκι, μπήκαν στο παιχνίδι οι Ευρωπαίοι, οι Ιάπωνες ενώ αναγκάστηκαν να σοβαρευτούν και οι Αμερικανοί. Σχεδόν σε κάθε κατηγορία υπάρχει ένας τουλάχιστον εκπρόσωπος της νεορετρό σχολής. Από αυτοκίνητα πόλης όπως το Fiat 500, το οποίο όχι μόνο έπεισε το κοινό να βάλει πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη για ένα Panda με άλλο κοστούμι, αλλά πούλησε σαν ζεστό ψωμί αναβαθμίζοντας τη Fiat σε παγκόσμιο παίκτη. Παρομοίως το Mini με τη βοήθεια της BMW έφερε και πάλι την ανεμελιά των 60ς στους δρόμους διατηρώντας και τα σπορ γονίδια του παλιού καλού Mini με την «καρτίσια» οδική συμπεριφορά. Το Wrangler δεν νιώθει πια μόνο του στην off road/SUV κατηγορία και δεν ανάγκασε μόνο τη Ford να ξαναβγάλει το θρυλικό Bronco (στην Ευρώπη το γνωρίζουμε κυρίως μέσω της υπόθεσης του O.J. Simpson) και τη Suzuki να «ξαναθυμηθεί» πως έμοιαζε το πρώτο Jimny, αλλά να πείσει τη Land Rover να αναβαθμίσουν ουσιαστικά τα παρωχημένα Defender και G-Class (όχι δεν έχει πια καμία σχέση με το 240GD που οδηγούσες). Κερασάκι στην τούρτα η επανεμφάνιση των muscle cars με το Dodge Challenger με την ειδική έκδοση Hellcat να μην αψηφά μόνο τις αυστηρές περιβαλλοντικές νόρμες, αλλά και να διαλύει για πλάκα ενα σετ πίσω ελαστικών. 

 

 

Στον κόσμο των δύο τροχών το φαινόμενο ήταν κατακλυσμιαίο. Στην κατηγορία των scooter είδαμε την γκάμα της Vespa να προσφέρει επιλογές από 50άρι και ηλεκτρική μέχρι τη μεγάλη των 300 κυβικών και τις ειδικές συλλεκτικές εκδόσεις κάθε χρόνο. Τη μεγάλη εμπορική επιτυχία της ακολούθησε η αναβίωση του αντίπαλου δέος της Lambretta και των κυριολεκτικά αμέτρητων κινεζικών και άλλων απωνατολίκων βεσποειδών απομιμήσεων. Στις μεγαλύτερες κατηγορίες Triumph, Ducati, Moto Guzzi και BMW διαγκωνίζονται για το ποια θα καταφέρει να προκαλέσει περισσότερα ρίγη συγκίνησης και αναπόλησης των χρυσών εποχών της ευρωπαϊκής μοτοσικλέτας. Η ξεχασμενη κατηγορία των scrambler, όχι μόνο άνθισε και πάλι, αλλά υπενθύμισε στους παλιούς κι έμαθες στους νεους τι σημαίνει διασκεδαστική μοτοσυκλέτα χωρίς αχαλίνωτη ιπποδύναμη και εξωτικά υλικά κατασκευής. Στο ίδιο μοτίβο με την απαιτούμενη χρονοκαθυστέρηση οι Ιάπωνες αναβιώσαν τη δικιά τους χρυσή εποχή των 70s και των 80s, τότε που τα  Suzuki Katana και Honda Bol d’Or έδειχναν τον δρόμο. Συμπτωματικά και τα δυο αυτα ονόματα μοντέλων βρίσκονται και πάλι στους τιμοκαταλόγους των εταιρειών. Ούτε τα μικρά commuters γλίτωσαν από το rebranding και πλέον με κόστος κτήσης και χρήσης ελάχιστα μεγαλύτερο από ένα παπί μπορεί κάποιος να πάρει για πρώτη του μηχανή ή για αστική μετακίνηση ένα δίκυκλο το όποιο άνετα το φαντάζεσαι να το οδηγεί ο Steve McQueen μεταξύ γυρισμάτων.

 

Μουσική

Εξαιρώντας τα αμιγώς μουσικά μέσα, όπου και να «σκοντάψεις» σε κάτι μουσικό σε κάνει να αναρωτιέσαι για το ποια χρονιά ζούμε και να μετράς πόσα χρόνια έχουν περάσει από όταν αγόρασες το τελευταίο σου CD. Πρώτα και κύρια ζούμε το μεγάλο comeback του βινυλίου. Όσοι δεν το πρόδωσαν ποτέ υποστηρίζουν ότι ποτέ δεν είχε φύγει από τη μουσική και έγινε μόνο πιο ορατό στους μη μυημένους στη μυσταγωγία του. Είτε είναι καποια μπάντα που κάνει δειλά-δειλά την δισκογραφική της εμφάνιση στο Bandcamp είτε καλλιτέχνης που έχει αναγκαστεί να «σηκώσει» όροφο στην έπαυλή του για να στεγάσει τα grammys του είναι σχεδόν αυτονόητο ότι όχι μόνο θα βγάλουν άλμπουμ σε βινύλιο, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις θα βγει και μια συλλεκτική έκδοση σε αριθμημένα αντίτυπα, κάποιο bonus material και αντι για το κλασικό μαύρο του βινυλίου συνήθως είναι χρωματιστό (tip: παραμείνετε παραδοσιακοί στο μαύρο γιατί έχει καλύτερη ποιότητα ήχου). Οι ίδιοι που λένε ότι το βινύλιο δεν έφυγε ποτέ και ότι προτιμούν τα βινύλια για την ποιότητα του ήχου τους μάλλον υπερβάλλουν και δύσκολα πείθουν στην ψηφιακή εποχή του streaming. Όσα μικρά συνοικιακά δισκάδικα είχαν επιβιώσει, γνωρίζουν μια δεύτερη νεότητα και μαζί με αυτά νέα hip δισκάδικα προστέθηκαν. Παρά το ψηφιακό σαφάρι που είναι ο κανόνας, η αγορά δείχνει ότι υπάρχει ακόμα χώρος για vinyl digging. 

 

 

Η επιστροφή στο παρελθόν όμως για τη μουσική δεν είναι μόνο ζήτημα format. Τα box set είναι πιο πλήρη και πιο ποθητά από ποτέ, χωρίς υπερβολή πέφτεις πιο εύκολα πάνω σε μια δημοσίευση για μια συλλογή singles μπάντας ή τραγουδιστή που έχει να βγάλει καλό δίσκο από όταν είχαμε δραχμές παρά νέο δίσκο. Η ασφάλεια ότι τα λεφτά σου θα πιάσουν τόπο αγοράζοντας κάτι που ξέρεις ήδη ότι σου αρέσει, το «λούστρο» του collectable, λίγο ότι έχουν περισσότερη φωτογένεια όταν τα φλεξάρεις στο Instagram οδηγούν όλο και περισσότερους να δίνουν μισό μισθό, και μισό νεφρό ενίοτε, για να κοσμήσουν τη βιβλιοθήκη τους. Από κοντά, με πιο προσιτές τιμές, ακολουθούν remastered ηχογραφήσεις, μυθικών δίσκων και ένα official merch πιο πλούσιο και πολυδιάστατο από ποτέ να τα πλαισιώνει όλα αυτά μαζί.

 

Ποτό

Η εποχή των ουίσκι-κόλα και βότκα-πορτοκάλι έχει περάσει ανεπιστρεπτί και καλά έκανε και πολύ άργησε και να ζήσουμε και να μην τη θυμόμαστε. Με τη βοήθεια και της οικονομικής κρίσης η διασκέδαση πέρασε από την εποχή της ποσότητας, στην εποχή της ποιότητας. Οι άνθρωποι πίσω από τη μπάρα που μας φροντίζουν, το έριξαν στο διάβασμα, πειραματίστηκαν, δοκίμασαν νέους συνδυασμούς που δεν τους φανταζόμασταν και πειραματίστηκαν με υλικά που δεν περιμέναμε ποτέ να τα δούμε σε ένα ποτήρι. Τα τελευταία χρόνια όμως όλος αυτός ο δημιουργικός οργασμός άρχισε να δείχνει τα όριά του και τα πρώτα σημάδια κόπωσης. Στις κάρτες των κοκτέιλ μπήκαν και πάλι τα κλασικά, εκείνα που για να τα παραγγείλεις έπρεπε να τα θυμάσαι αφού δύσκολα έβρισκαν τη θέση τους στους σφιχτούς και δημιουργικούς καταλόγους. Τα απλά σε σύλληψη και εκτέλεση, αλλά συναρπαστικά στην γεύση και την ιστορία που περικλείουν, όχι μόνο ξαναβρήκαν τη θέση και το κύρος που τους αναλογεί, αλλά αναβαθμίστηκαν. Τα premium spirits πηραν τη θεση της ροής, ο πάγος έγινε πιο διαυγής και συμπαγής, τα bartending tools θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και σε κάποιο χειρουργείο. Παραγγέλνεις ένα Negroni ή ένα Old Fashioned και δεν σε κοιτάνε σαν να μυρίζεις ναφθαλίνη, αλλά σαν τον άντρα που έχει δοκιμάσει τα πάντα και ξέρει τι θέλει. Το ότι η ιστορία της δημιουργίας κάθε ενός από αυτά είναι το εξαιρετικό discussion opener, μετράει ως ένα ακόμα μεγαλύτερο συν. 

 

Αν προτιμάς τις πιο καθαρές και απλές, αλλά όχι απλοϊκές, γεύσεις εκτός από τα κλασικά κοκτέιλ επέστρεψαν και τα σκέτα ποτά στον καλύτερα σερβιρισμένο εαυτό τους. Το σωστό ποτήρι και η τέλεια χαρτοπετσέτα κάτω από αυτό, ήταν λεπτομέρειες που θεωρήθηκαν αμελητέες και χάθηκαν στον χρόνο και ευτυχώς ξαναμπήκαν στις μπάρες και το whisky ποτέ δεν έζησε καλύτερες μέρες. 

Οι μικροζυθοποιίες έπαιξαν κι αυτές τον δικό τους ρόλο στην επιστροφή στο παρελθόν βγάζοντας τη μπύρα από τη μοίρα του φτωχού συγγενή των ποτών και χάρη στις πατροπαράδοτες τεχνικές της αφιλτράριστης ζύμωσης πέτυχαν την ιδανική αναλογία νοσταλγίας και απόλαυσης.  

 

Grooming-Ντύσιμο

Don Draper και Thomas Shelby, κανονικά δεν χρειάζονται άλλες λέξεις για να αναλυθεί το φαινόμενο στο ντύσιμο και το grooming αλλά υπάρχουν πολλά ακόμα παραδείγματα και σχεδόν κάθε millennial έχει προσπαθήσει να κουρευτεί ή να ντυθεί σαν τον πατέρα του ή τον παππού του. Τα old school κουρέματα, από τα πιο συντηρητικά μέχρι τα πιο extreme δημιουργούν ένα τεχνητό περιβάλλον που ακροβατεί μεταξύ του μεσοπολέμου και της πρώιμης μεταπολεμικής εποχής. Τα ίδια τα κουρεία αναβαπτίστηκαν σε barbershops, το οποίο είναι ακριβής μετάφραση αλλά μόνο έτσι μπόρεσε να νοηματοδοτηθεί η επιστροφή του κουρείου σε αυτό που ήταν και δεν έπρεπε ποτέ να πάψει να είναι. Όχι μόνο ένα μέρος που θα κόψεις τα μαλλιά σου, αλλα ένα μικρό και ιδιότυπο men’s club για συζήτηση, αποφόρτιση και χαλάρωση. Κι αν το στερεότυπο του άντρα που δεν φροντίζει τον εαυτό του καλά κρατεί, σε ό,τι αφορά τα γένια η τάση για κλεφτές ματιές στο παρελθόν, το ανέτρεψε. Όποιο είδος facial hair κι αν έχει κάποιος η εμπλοκή του κουρέα αυξήθηκε. Όσοι επένδυσαν στη γενειάδα, η οποία γνώρισε και πάλι δόξες περασμένων χρόνων, χρειάστηκαν τον κουρέα να της δώσει σχήμα. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, όσων επέμειναν στο ξύρισμα, μυήθηκαν στη ζεστή πετσέτα και τη φαλτσέτα όπως ακριβώς έκαναν οι παλιότερες γενιές. Το μουστάκι ως κάτι ενδιάμεσο είναι μια επιστροφή στην παραδοσιακή εικόνα του άνδρα από μόνη της. 

 

 

Η ανανέωση της γκαρνταρόμπας ήταν εξίσου σαρωτική, μάλλον αναπαλαίωση ήταν αν δούμε τι ξαναμπήκε στην ντουλάπα μας. Η λίστα εκτενένεστατη, καλύπτοντας κάθε περίσταση. Κομμάτια που όχι μόνο δεν θεωρούνταν καλόγουστα αλλά αν τυχόν τα φορούσε κάποιος γινόταν αποδέκτης ειρωνικών σχολίων, έγιναν ξαφνικά αναντικατάστατα. Τα φανελένια πουκάμισα και τα tweed σακάκια τα οποία μόνο σε ταινίες εποχής είχαμε δει μέχρι πριν από μερικά χρόνια τώρα είναι mainstream. Όπως και στο ποτό η κρίση βοήθησε να επενδύσουμε σε περισσότερο κλασικά κομμάτια που μπορεί να κοστίζουν κάτι παραπάνω, αλλά θα κρατήσουν για πολύ. Ρούχα που ράβονται αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου και προσπερνούν με αδιαφορία τις τάσεις της μόδας. Ένα αθάνατο μποτάκι, ένα καλό bomber jacket και μια ποιοτική καπαρντίνα, δεν θα τα κρατήσεις απλά πολλά χρόνια, αλλά θα σε βγάλουν και ασπροπρόσωπο στυλιστικά τώρα που δεν είναι παλιομοδίτικα. 

 

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης ×