«Παρακαλώ προσδεθείτε γιατί πέφτουμε!»

Ένας συντάκτης με χρόνια φοβία στα αεροπλάνα, περιγράφει όλα όσα περνούν από το κεφάλι του εν πτήσει. Και ψάχνει για ομοϊδεάτες.

Δεν θυμάμαι πόσο μικρός ήμουν όταν μπήκα για πρώτη φορά σε αεροπλάνο. Μάλλον το σωστό είναι ότι δεν θυμάμαι πότε άρχισα να συνειδητοποιώ τον φόβο της πτήσης. Ξέρω σίγουρα πως από την πρώτη στιγμή που έκατσα στη θέση μου για να προσδεθώ, ένιωσα άβολα. Δεν μου άρεσε που ήμασταν εκατό άνθρωποι σε ένα μηχανικό πουλί, δεν  μου άρεσε που έπρεπε να παραμείνω στη θέση μου μέχρι την απογείωση και δεν μου άρεσε αυτή η αίσθηση που ξεκολλάς από το έδαφος την ώρα της απογείωσης. Έφτασα στα teenager χρόνια να το αποδεχτώ. Δεν είναι κάποιο περίεργο ή αλλόκοτο συναίσθημα. Απλά φοβάμαι πολύ τα αεροπλάνα.

 

 

Δεν ξέρω πως ταξιδεύω όλα αυτά τα χρόνια με αεροπλάνο. Εννοώ πως έχω οικογένεια στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχω πάει ταξίδια κατά καιρούς με φίλους και σχέσεις μου, αλλά μέσα σε όλο αυτό το διάστημα δεν συνήθισα τίποτα. Τίποτα απολύτως. Δεν μου αρέσει το παραμικρό που συμβαίνει στο αεροδρόμιο, από το check-in, μέχρι και την στιγμή που ζυγίζω βαλίτσες, περνάω έλεγχο και στη συνέχεια στοιβάζομαι στο λεωφορειάκι μαζί με άλλους σαν το πρόβατο στη σφαγή. Στο νου μου δεν έρχονται οι παραλίες, οι διακοπές, τα μουσεία και γενικότερα τα ταξιδιωτικά μέρη που θα επισκεφθώ. Μου έρχεται απλά τρόμος. Τρόμος στον οποίο κυριαρχεί η κοινή λογική που μου λέει ότι θα πρέπει να φοβάμαι την βαρύτητα. Τρόμος που λέει ότι, οκ καλή η τεχνολογία και η μηχανολογία ειδικότερα, αλλά άμα γίνει καμιά στραβή δεν γλιτώνουμε ούτε με μαγικά.

Την ίδια στιγμή, με φρικάρουν απίστευτα τα χαμόγελα ων αεροσυνοδών. Καταλαβαίνω πως η εταιρεία απαιτεί από τα αγόρια και τα κορίτσια να είναι ευγενικά, αλλά κάποιες φορές τα πρόσωπα -σε ξένες εταιρείες περισσότερο για να είμαι ειλικρινής- είναι τόσο χαμογελαστά που νομίζεις ότι κάτι τους έχουν δώσει. Είναι περίεργο να βλέπεις ένα πρόσωπο να χαμογελάει όλη την ώρα. Όταν σου δίνει νερό, όταν σου φέρνει φαγητό, όταν σε ρωτάει αν χρειάζεσαι κάτι, ακόμη και όταν πρέπει να κάτσεις τον κώλο σου κάτω γιατί πλησιάζουν κενά αέρος. Δεν λέω πως το πρόβλημα βρίσκεται εκεί, αλλά αυτά τα χαμόγελα με κάνουν και αισθάνομαι άβολα. Λες και ξέρουν κάποιο μεγάλο μυστικό που περιμένουν να στο αποκαλύψουν στο ταξίδι. Ακόμη και όταν πλησιάζουν για να με ηρεμήσουν, δεν καταλαβαίνουν ότι με φρικάρουν περισσότερο. Ποιος ξέρει, αντί να ακούω το κλασσικό «μα ηρεμήστε όλα καλά είναι δεν θα συμβεί τίποτα», να μου έκανε καλό να ακούσω ένα βρισίδι του τύπου «έλεος ρε φίλε, αποδέξου ότι δεν καταλαβαίνεις την τεχνολογία ολόκληρος μαντράχαλος. Σκάσε και ηρέμησε επιτέλους». Δεν λέω πως θα μου εξαφάνιζε την φοβία, αλλά αν μη τι άλλο θα αντίκριζα μία συμπεριφορά που θα έκανε το μυαλό να ξεκολλήσει.

 

 

Το πρόβλημα βέβαια βρίσκεται στην καλπάζουσα φαντασία μου που μόνο καλό δεν κάνει όταν βρίσκομαι στα αεροπλάνα. Εκεί που βλέπω τον κάθε άνθρωπο στη θέση του να ασχολείται με την δουλειά του, να διαβάζει, να συζητάει, να βλέπει ταινία, ξαφνικά φαντάζομαι τον κόσμο να παθαίνει κουλουμπρίαση. Ότι ταξιδεύω με μία ξένη εταιρεία κάπου στην Ασία όπου η αεροσυνοδός παθαίνει κρίση ειλικρίνειας και λέει από το μικρόφωνο «Προσοχή παρακαλώ, προσδεθείτε γιατί θα πεθάνουμε όλοι». Και ξαφνικά αρχίζει και γελάει σατανικά καλώντας τον κόσμο να ξεφύγει και να κάνει ότι του καπνίσει τις τελευταίες του στιγμές. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι που δεν γνωρίζονται καν ξεκινούν να κάνουν σεξ, ένας άλλος προσεύχεται μαζί με βουδιστές μοναχούς που έχουν επιβιβαστεί, ένας παππούς με κινητικά προβλήματα χορεύει τουίστ με μία αεροσυνοδό και εγώ παγωμένος προσπαθώ να διαπιστώσω αν έχω ακόμη τα κότσια να κοιτάξω έξω από το παράθυρο. Οι σκελετοί από τις γκραβούρες του Μεσαίωνα που πρωταγωνιστούσαν στη βουβωνική πανώλη καταφθάνουν στο αεροπλάνο και χορεύουν με τους επιβάτες έτοιμοι να τους πάρουν μαζί τους.

 

Εκεί που η ανάσα μου παγώνει, τις σκέψεις διαλύει η αεροσυνοδός που μου ζητάει να προσδεθώ γιατί προσγειωνόμαστε. Τι θα πει προσγειωνόμαστε; Πότε έφτασε αυτή η ώρα; Πότε συνέβη; Που είναι όλοι εκείνοι που χαιρόντουσαν -ή και όχι- τις τελευταίες τους στιγμές; Θέλω πάντα πέντε λεπτά για να συνέλθω όταν προσγειώνομαι. Πέντε λεπτά. Να συνειδητοποιήσω ότι βρισκόμαστε στο έδαφος, πως το έδαφος δεν κουνιέται και να πάρω τον γιατρό να του πω πως τα ηρεμιστικά του είναι για τα σκουπίδια. Ότι μπορεί να είμαι ήσυχος επιβάτης, αλλά στο μυαλό μου μέσα γίνονται σημεία και τέρατα σε σημείο που σκέφτομαι την λοβοτομή. Όμως είμαστε κάτω γιατί ως γνωστόν όλοι τρέχουν να βγουν πρώτοι. Οπότε ναι είμαστε κάτω αλλά αυτό δεν με βοηθά να με περπατήσω. Ούτε η ατάκα της κοπέλας στην πόρτα «είδατε πόσο γρήγορα φτάσαμε;». Για μένα κάθε φορά είναι αιώνας.

Αν αυτό το κείμενο το είχε γράψει ο Ντένις Μπέργκαμπ, θα είχε γίνει viral. Αλλά δεν είμαι ο Ντένις. Ξέρω όμως πως αν μπορούσε να διαβάζει ελληνικά, ίσως να μου πλήρωνε τα εισιτήρια των τρένων για το υπόλοιπο της ζωής μου.

Με νιώθετε;

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης ×