Ερωτική εξομολόγηση στο Κεφτεδάκι

Ο Κώστας Βαϊμάκης εξομολογείται: «Μείνε όπως είσαι/ μην αλλάξεις τίποτα/ εγώ έτσι σ’ αγαπάω».

Μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητα, γεμάτο αγωνία, σε έναν κόσμο που όλο αλλάζει προς το χειρότερο, υπάρχουν ελάχιστα πράγματα από τα οποία μπορείς να πιαστείς. Να κρατηθείς. Να ακουμπήσεις πάνω τους, ξέροντας ότι δεν θα σε προδώσουν ποτέ. Δεν θα σε απογοητεύσουν, δεν θα φανούν ποτέ κατώτερα των προσδοκιών σου. Μια από αυτές τις σταθερές αξίες της ζωής, ένας φάρος μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα στην οποία πλέουμε, είναι – χωρίς καμία αμφιβολία – το Κεφτεδάκι.

 

 

Προσοχή! Ακολουθούν σκληρές περιγραφές!

Γύρω μας υπάρχουν πλέον γύροι μανιταριών. Ομελέτες χωρίς αυγά. Μπροκολάτι – ροφήματα απόι μπρόκολο, όπως μαρτυρά το ανατριχιαστικό του όνομα. Τούρτες από λάχανα και αρνάκια από πρωτεϊνη αρακά. Δυστυχώς όλα τα παραπάνω όχι απλά υπάρχουν, αλλά προσπαθούν να εισβάλουν στη ζωή μας, την κουζίνα και τα στομάχια μας, να γίνουν μόδα και διατροφική συνήθεια, με το επιχείρημα ότι η κατανάλωση τέτοιων τροφών θα σώσει μελλοντικά το οικοσύστημα και τον πλανήτη. Ότι ο βιγκανισμός δεν είναι απλά τάση αλλά στάση ζωής. Απόλυτα σεβαστό – αλλά έχουμε κι εμείς ξέρετε δικαιώματα!

Το Κεφτεδάκι δεν είναι φαγητό – είναι ιδέα. Στέκεται μόνο του στο τραπέζι αλλά στέκεται και με «παρέα». Μπορεί να είναι ορεκτικό με την ίδια άνεση που μπορεί να είναι το κυρίως πιάτο. Είναι απόλυτα ταιριαστό ζευγάρι με τις τηγανητές πατάτες, αποθεώνεται όταν υπάρχει κοντά φέτα, παρότι ο κιμάς έχει στην «ψυχή του» ψωμί ταιριάζει πολύ όμορφα με ψωμί. Είναι ο καλύτερος φίλος της παγωμένης μπύρας. Είναι ένα κλασσικό καλοκαιρινό φαγητό, τρώγεται με soundtrack τα κύματα σε μια παραθαλάσσια ταβέρνα, αλλά με την ίδια «ηδονή» το τρως χειμώνα στο σπίτι, με τον αέρα να λυσσομανάει έξω. Τρώγεται εκείνη την ώρα που βγαίνει από το τηγάνι αλλά τρώγεται και αργότερα – ακόμα και το βράδυ. Και τα Κεφτεδάκια σε μια πιατέλα, δεν είναι ποτέ «πολλά» ή «αρκετά»: κανείς δεν μπορεί να φάει μόνο ένα ή δυο, κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στη γοητεία του, κανείς δεν θα πει ποτέ «εντάξει μωρέ, έφαγα αρκετά, ας μην φάω άλλο». Κανείς. Ποτέ.

 

 

Το πώς αρέσει στον καθένα το Κεφτεδάκι είναι καθαρά προσωπική υπόθεση

Άλλος το προτιμά μπαμπάτσικο και άλλος πιο μικρό, σχεδόν σαν σοκολατάκι. Μερικοί το θέλουν φουλ στο σκόρδο και τα καρυκεύματα, άλλοι πιο light. Κάποτε σ ένα εστιατόριο, όταν ρώτησα αν έχουν πολύ σκόρδο οι Κεφτέδες (διότι τους προτιμώ χωρίς σκόρδο) ο σερβιτόρος μου είπε με μια εσάνς ειρωνείας «αν δεν είχαν σκόρδο, θα ήταν μπιφτέκια». Λάθος κύριε! Ακόμα και χωρίς σκόρδο, παραμένουν κεφτέδες, είναι το σχήμα τους, η αύρα που αποπνέουν, η υπόστασή τους, η θετική τους ενέργεια που τους κάνουν Κεφτέδες. Ή Κιοφτέδες. Ή Κεφτεδάκια. Σε μια άλλη παραλλαγή του το Κεφτεδάκι γίνεται κοκκινιστό, «φοράει» πάνω του σάλτσα ντομάτας και γίνεται μια επίσης υπέροχη βερσιόν του εαυτού του. Επανανακαλύπτει ουσιαστικά τον εαυτό του, περνάει σε μια άλλη διάσταση, μετατρέπεται σε ένα έδεσμα μαγευτικό, μυστηριώδες και εξωτικό, προσκαλεί κοντά του τρεις φέτες ψωμί για «βούτες» και «παπάρες».

 

 

Φέρτε μπροστά στα μάτια σας μια πιατέλα με κεφτέδες, προσπαθήστε να το κάνετε εικόνα. Όχι ένα πιάτο με 4-5, που μπορεί να σερβίρουν σε μια ταβέρνα που δεν σέβεται τον εαυτό της, αλλά σε ένα σπίτι. Που τους έφτιαξε η μαμά ή η γιαγιά ή κάποια άλλη χρυσοχέρα. Κάντε έναν γρήγορο υπολογισμό: τόσοι κεφτέδες στην πιατέλα, δια τόσα άτομα που κάθονται στο τραπέζι, πόσοι αναλογούν στον καθένα; Η μαθηματική πράξη δεν ολοκληρώνεται ποτέ: κανείς δεν τρώει αυτούς που «πρέπει», κανείς δεν έχει την αστική ευγένεια να φάει μόνο τη μερίδα του και φυσικά κανείς δεν θα νιώσει το παραμικρό ίχνος ντροπής να κατασπαράξει το τελευταίο Κεφτεδάκι που έμεινε στην πιατέλα. Ποια είναι η λύση; Ένα τηγάνι που δεν σταματάει ποτέ να τηγανίζει και να βγάζει Κεφτεδάκια, μέχρι που να γονατίσουν όλοι. Μέχρι που να κάτσουν αποκαμωμένοι στην καρέκλα και να πουν «ε τώρα πραγματικά έσκασα!» Και αυτή είναι η πραγματικά τεράστια επιτυχία του, ο λόγος που το αγαπάμε τόσο, που μπορεί να συγκριθεί με ελάχιστα φαγητά και βάζει κάτω για πλάκα όλες αυτές τις «μοντερνιές», τη «νουβέλ κουζίν» και τις μπερδεμένες συνταγές των τηλεοπτικών και ιντερνετικών εκπομπών: ότι έχει μια ειλικρίνεια, μια αυθεντικότητα και μια αληθινή νοστιμιά, που καθιστούν το Κεφτεδάκι τόσο μοναδικό.

 

 
Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης ×